πολισσονόμος

πολισσονόμος
πολισσο-νόμος, die Stadt verwaltend, regierend; βιοτή, das Leben in der Stadt, im Staate

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολισσονόμος — ον, Α 1. αυτός που κυβερνά πόλη 2. φρ. «πολισσονόμος βιοτά» ο πολιτικός και κοινωνικός βίος (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. < πόλις + νόμος*. Η μορφή τού α συνθετικού πολισσο (πρβλ. πολισσ ούχος) είναι πιθ. αναλογική προς το συνθ.… …   Dictionary of Greek

  • πολισσονόμοις — πολισσονόμος managing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολισσονόμου — πολισσονόμος managing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”